- μισοκλείνω
- μισόκλεισα, μισοκλείστηκα, μισοκλεισμένος, μισανοίγω, δεν κλείνω εντελώς: Μισόκλειναν τα μάτια μου από νύστα και κούραση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μισοκλείνω — κλείνω κάτι κατά το ήμισυ, κλείνω λίγο, όχι εντελώς … Dictionary of Greek
μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… … Dictionary of Greek
ανακουφώνω — 1. σκάβω κάτι καιτό κάνω κοίλο 2. (για πόρτες και παράθυρα) κυρτώνω, μισοκλείνω, γέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κουφώνω. ΠΑΡ. ανακουφωτός] … Dictionary of Greek
γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… … Dictionary of Greek
επικαμμύω — ἐπικαμμύω (Α) καμμύω, μισοκλείνω τα μάτια … Dictionary of Greek
καμμύω — (AM καμμύω) (επικ. και ποιητ. τ. αντί καταμύω) (μτβ.) κλείνω τα μάτια νεοελλ. μσν. (αμτβ.) μισοκλείνω τα βλέφαρα μσν. 1. μισοκοιμάμαι 2. μτφ. παραβλέπω, αδιαφορώ 3. φρ. «καμμύω τὰ δύο μου» πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα μύω, με αποκοπή της προθέσεως … Dictionary of Greek
μισόκλειστος — η, ο [μισοκλείνω] κλεισμένος κατά το ήμισυ, όχι εντελώς κλεισμένος … Dictionary of Greek
μυωπάζω — (ΑΜ μυωπάζω) μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία νεοελλ. μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν… … Dictionary of Greek